άρπαγμα

άρπαγμα
το (Α ἅρπαγμα) [αρπάζω] νεοελλ. η αρπαγή
αρχ.
1. η λεία
2. κάτι που βρίσκει κανείς τυχαία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἅρπαγμα — booty neut nom/voc/acc sg ἁρπάγμα neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρπαγμα — το, ατος 1. η αρπαγή (βλ. λ.). 2. αυτό που αρπάχτηκε, η λεία: Αυτή τη φορά το άρπαγμα ήταν ασήμαντο. 3. συμπλοκή: Το άρπαγμά τους έγινε ξαφνικά και για το τίποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁρπαγμάτων — ἅρπαγμα booty neut gen pl ἁρπάγμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάγμασι — ἅρπαγμα booty neut dat pl ἁρπάγμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάγματα — ἅρπαγμα booty neut nom/voc/acc pl ἁρπάγμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάγματι — ἅρπαγμα booty neut dat sg ἁρπάγμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπάγματος — ἅρπαγμα booty neut gen sg ἁρπάγμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδραγμα — το [αδράχνω] 1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα 2. ακαμψία μέλους τού σώματος, «πιάσιμο» 3. «κάψιμο», η καταστροφή τών δημητριακών που προκαλείται, όταν μετά από βροχή επακολουθήσει καύσωνας …   Dictionary of Greek

  • αδραξιά — και δραξιά, η [αδράχνω] 1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα, γράπωμα 2. η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει στη χούφτα, η χουφτιά …   Dictionary of Greek

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”